Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ

Ξεχάσατε να στείλετε νωρίς γράμμα στον Aϊ-Βασίλη για να του ζητήσετε δώρο; Μην ανησυχείτε καθόλου, μπορείτε να τον πάρετε τηλέφωνο. Αν θέλετε να μάθετε το πώς, ελάτε σε αυτή τη γιορτή που θα είναι γεμάτη παραμύθια και δραστηριότητες. 

Πολιτιστικός Σύλλογος Μακρυκάπας «Τα Βάβουλα» 
Χριστουγεννιάτικη γιορτή στη Δανειστική Βιβλιοθήκη Μακρυκάπας Η συγγραφέας

Κατερίνα Σέρβη παρουσιάζει το βιβλίο της "Το κινητό του Αη Βασίλη"

12:00 το μεσημέρι Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΟΡΕΥΤΗΣ

Χορευτικός κύκλος











Το τραγούδι και ο χορός αποτελούν στοιχεία που διαπερνούν όλο το φάσμα των κοινωνικών εκδηλώσεων της καθημερινής ζωής του λαού  και συνέβαλαν στην μέχρι τώρα πορεία του.
 Το τραγούδι και ο χορός αποτελούν στοιχεία που διαπερνούν όλο το φάσμα των κοινωνικών εκδηλώσεων της καθημερινής ζωής των κατοίκων του λαού και συνέβαλαν στην μακρόχρονη ιστορική τους διαδρομή στην έκφραση των συναισθημάτων των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, στη ψυχαγωγία τους και στην εμβάθυνση των μεταξύ τους σχέσεων. 
 Ο δημόσιος χορός, η σημαντικότερη ίσως κοινωνική εκδήλωση στην παραδοσιακή κοινωνία, γίνεται με την συμμετοχή όλων των μελών της κοινότητας. 
 Αποτελεί μια διαδικασία στενά συνδεδεμένη με την ιδιαιτερότητα κάθε χορευτικής περίστασης. 
 Χαρακτηρίζεται ανάλογα με την περίσταση από καθορισμένο τελετουργικό, το οποίο καθορίζεται από τοπικές εθιμοτυπίες -που αφορούν στον τόπο εκδήλωσης του χορού-, στη διαδικασία έναρξης, στον τρόπο συμμετοχής, στα τραγούδια και στους χορούς που θα πλαισιώσουν το χορευτικό γεγονός. 
 Είναι μια ευκαιρία έκφρασης, επικοινωνίας και συμμετοχής του ατόμου στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα και ταυτόχρονα μέσον εμβάπτισης του στις αρχές και στις αξίες της. 

 Γενικά στην παραδοσιακή κοινωνία του λαού μας, ως χορευτικό σχήμα κυριαρχεί ο μονός κύκλος με τους άνδρες να προηγούνται ή ο διπλός κύκλος με τις γυναίκες, συχνότερα στον εσωτερικό κύκλο. 

 Η διάταξη των χορευτών καθορίζεται και αυτή συχνά από την εθιμοτυπία της περίστασης αποτυπώνοντας και αναπαράγοντας τις ηθικές και κοινωνικές αξίες. Σε συνάρτηση με την εθιμοτυπία της χορευτικής περίστασης και το συγκεκριμένο χορό, η λαβή των χορευτών ήταν είτε από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες, είτε από τις παλάμες με τεντωμένους τους αγκώνες, είτε θηλυκωτά.


Πρωτοχορευτής 




Χρησιμοποιώντας ελεύθερα κινητικά πρότυπα πάνω στο ρυθμό του χορού, ο πρωτοχορευτής με καθίσματα και στροφές, με γονατίσματα και χτυπήματα, αυτοσχεδιάζει επί τόπου. 
 Ο αυτοσχεδιασμός, ως δημιουργικός συνδυασμός κινητικών και εκφραστικών στοιχείων του χορού από τον πρωτοχορευτή πάνω στα συγκεκριμένα κινητικά και υφολογικά πρότυπα του χορού, κοσμεί και προάγει τη συμβατική χορευτική φόρμα. 
 Αξίζει να αναφερθεί ότι σημαντικό στοιχείο του αυτοσχεδιασμού έπαιζε η σχέση του πρώτου με τους μουσικούς και όπως χαρακτηριστικά λένε κάποιοι “Το κλαρίνο πρέπει να παίζει για τον πρώτο και ο πρώτος πρέπει να χορεύει για το κλαρίνο “. 

 Ο πρωτοχορευτής συγκεντρώνει το σεβασμό και καμαρώνεται από όλους τους παρευρισκόμενους. Χορεύει με πολλές φιγούρες προσπαθώντας να εντυπωσιάσει. 

 Ο αυτοσχεδιασμός του όμως και οι χορευτικές του κινήσεις είναι σε πλαίσια αποδεκτά από την τοπική κοινωνία.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Οι καλικάντζαροι είναι  μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοί λένε ότι είναι πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι παράξενα όντα, μαλλιαρά και ότι τρυπώνουν στα σπίτια από τις καμινάδες.
Τις νύκτες πηγαίνουν και κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν και πιο πολύ τα σύκα γιατί τους αρέσουν πολύ. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους αρχίζουν να χορεύουν.
Όλοι οι  χωρικοί, όταν πλησιάζει βράδυ, φοβούνται να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους, προπάντων τα μικρά παιδιά, ως ότου έρθει η γιορτή των Φώτων, που ρίχνουν το σταυρό και οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε κάτω από τη γη. Και εμφανίζονται πάλι τα άλλα Χριστούγεννα.
Σε πολλά χωριά ρίχνουνε αναμμένα κάρβουνα στα πηγάδια, για να μην μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι.

Δεν μπορώ να σας εξηγήσω καλύτερα, τι είναι ένας Καλικάντζαρος. Νομίζω πως μπόρεσα να σας δώσω να καταλάβετε περίπου τι είναι. 
Σε άλλους είναι συμπαθητικοί και σε άλλους αντιπαθητικοί. Θα ήθελα πολύ να έβλεπα ένα Καλικάντζαρο, αλλά νομίζω πως δεν θα το κατορθώσω. Απλούστατα : γιατί δεν υπάρχουν

(Από την εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση  

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Μελωδίες γιορτινές, παιδικές μυθοπλασίες, αρώματα από κουζίνες νοικοκυριών, φωτιές, κουδούνες, τυχερά παιχνίδια, αγιοβασιλιάτικα καραβάκια και χριστουγεννιάτικα δέντρα, μεταμφιέσεις και  καλικάντζαροι, δίνουν αυτές τις ημέρες το δικό τους ξεχωριστό χρώμα σε όλες τις περιοχές αλλά ακόμη και τις πιο μικρές εστίες της ελληνικής επικράτειας. Όλοι προετοιμάζονται για τη γέννηση του Χριστού,   ενώ οι οικογένειες και οι παρέες μεγαλώνουν και οι δρόμοι και οι πλατείες φωτίζονται και πλημμυρίζουν από κόσμο.Κάθε περιοχή έχει αυτές τις ημέρες τα δικά της ξεχωριστά έθιμα. Στην Ήπειρο πέρα από τα καθιερωμένα υπάρχουν και μερικά έθιμα που έχουν αρχίσει να φθείρονται με το πέρασμα των χρόνων. Ας δούμε μερικά από αυτά:  



Tα καρύδια
 Τα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή.Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών,σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι. Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια. 



Tο αναμμένο πουρνάρι
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.


  Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους – είναι μεγάλη πολιτεία τα Γιάννενα – αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

Σε άλλες περιοχής της Ελλάδας αναβιώνουν τα εξής έθιμα:

ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Το τάισμα της βρύσης 
Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση "για να κλέψουν το άκραντο νερό" (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή).  Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την "ταΐζουν", με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, "κλέβουν νερό" και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια. 

Το Πάντρεμα της φωτιάς
  Την παραμονή των Χριστουγέννων σε πολλά μέρη της Ελλάδας "παντρεύουν", τη φωτιά. Παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα. Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Στη Θεσσαλία, επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι, τα κορίτσια βάζουν παραδίπλα στο αναμμένο τζάκι κλωνάρια κέδρου που τα ξεδιαλέγουν, ενώ τα αγόρια τοποθετούν κλαδιά από αγριοκερασιά. Τα μικρά αυτά κλάδιά δέντρων αντιπροσωπεύουν τις προσωπικές τους επιθυμίες για την πραγματοποίηση μιας όμορφης ζωής. Φροντίζουν μάλιστα τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούν με ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καεί πρώτο, καθώς λένε πως αυτό είναι καλό σημάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, αντίστοιχα, και συγκεκριμένα πως θα είναι αυτό που θα παντρευτεί πρώτο. 

"Έλα, έχουμε γουρουνοχαρά"
  Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που είχαν ηλικία πολλές φορές 20-25 ετών. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά". 

Τα Πρωτοχρονιάτικα Μπαμπαλιούρια 
Οι γιορτές της Πρωτοχρονιάς ξεκινούν παραδοσιακά στη Λάρισα από την παραμονή, όπου τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα και φωνάζοντας “Σουρβάσο”. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς αναβιώνουν τα “Μπαμπαλιούρια”, είναι ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία. 
  Η στολή των Μπαμπαλιούρηδων, αποτελείται από το “σαλβάρι”, ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με μια μάλλινη άσπρη ζώνη. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθωςάσπρο με φαρδιά μανίκια σαν εκείνο των τσολιάδων. Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες καιτσαρούχια. Στη μέση φορούν ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο πολλές φορές, όπου επάνω δένουν τα μεγάλα και βαριά κουδούνια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη“φουλίνα”. Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί που συμπληρώνει τη φορεσιά του κάθε “Μπαμπαλιούρη”. 

Έτοιμα πλέον τα “Μπαμπαλιούρια” περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Μαζί τους είναι πάντα ο “αδελφογύρτης” ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία οι “Μπαμπαλιούρηδες” έχουν πάρει θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού. 

Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα “Μπαμπαλιούρια” πηγαίνουν στην πλατεία, και με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους, τραβούν την προσοχή των ντόπιων και ξένων επισκεπτών. Φεύγοντας από εκεί, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το έθιμο έχει σαν σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, και να είναι ήσυχη και χαρούμενη η καινούρια χρονιά. 

ΜAΚΕΔΟΝΙΑ 
Το Χριστόξυλο 
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται Χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι του σπιτιού. Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.

Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μή βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το Χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα. 

Το έθιμο της Καμήλας 
  Κάθε χρόνο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα μέλη του πολιτιστικού συλλόγου ‘Καβακλή’ των Κουφαλίων Θεσσαλονίκης ξεχύνονται στους δρόμους της πόλης. Δεν λένε όμως τα κάλαντα, αλλά μεταμφιέζονται σε καμήλες και φωνάζουν δυνατά διάφορα συνθήματα. Σκοπός τους είναι να παραπλανήσουν τους στρατιώτες του Ηρώδη που ψάχνουν να βρουν το νεογέννητο Ιησού, ώστε να μην μπορέσουν να τον σκοτώσουν.


Οι παραδοσιακές φουφούδες 
Με παραδοσιακές φουφούδες και την επίσκεψη του Καππαδόκη Αη Βασίλη γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πόλη της Καβάλας.Το εμπορικό κέντρο της πόλης την παραμονή των Χριστουγέννων θυμίζει μιαμεγάλη ψησταριά. Στους περισσότερους πεζόδρομους, αλλά και στα πεζοδρόμια, οι έμποροι στήνουν υπαίθριες ψησταριές, τις λεγόμενες φουφούδες και προσφέρουν σε όλους τους περαστικούς ψητά κρέατα και ντόπιο κόκκινο κρασί. 

Οι παραδοσιακές φουφούδες στήνονται ξανά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αυτή τη φορά σε μεγαλύτερη έκταση και από νωρίς το μεσημέρι στήνεται μεγάλη γιορτή με άφθονο κρασί ορχήστρες και υπαίθριες ψησταριές για την υποδοχή του νέου χρόνου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα.

Από την παραμονή των Χριστουγέννων ένα ακόμη έθιμο αναβιώνει στην πόλη και συγκεκριμένα στην περιοχή της Νέας Καρβάλης. Πρόκειται για την επίσκεψη του Καππαδόκη Άη Βασίλη που ολοκλήρωσε το μεγάλο του ταξίδι από την Καισάρεια φθάνοντας στο λαογραφικό χωριό «Ακόντισμα», όπου θα παραμείνει μέχρι την τελευταία μέρα του έτους.

Οι Μωμόγεροι 
  Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων - ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. 
Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών, και προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. 

Οι κλαδαριές  
Οι κλαδαριές στην περιοχή του Βοΐου εντάσσονται στα έθιμα του δωδεκαημέρου, όπως αποκαλείται το διάστημα από τα Χριστούγεννα και μετά. Η προετοιμασία για το έθιμο όμως, ξεκινά ήδη από τον Οκτώβριο. Συγκεκριμένα, την επόμενη του Αγίου Δημητρίου, στις 27 Οκτωβρίου, τα παιδιά και οι έφηβοι τρέχουν στα χωράφια και τις βουνοπλαγιές και μαζεύουν κλαδιά και ξερά χόρτα για την κλαδαριά. Ψάχνουν κυρίως κλαδιά κέδρου που έχουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Τα κλαδιά αποθηκεύονται σε μέρος ξηρό και παραμένουν εκεί για να ξεραθούν εντελώς και να μην έχουν υγρασία. 
  Στις 23 Δεκεμβρίου, η ετοιμασία ξεκινά ήδη από το μεσημέρι. Τα κλαδιά στοιβάζονται στον ανοιχτό χώρο όπου θα τελεστεί το έθιμο και δημιουργούν ένα τεράστιο σωρό. Ο σωρός ανάβει το βράδυ, από τα χέρια του γηραιότερου κατοίκου του χωριού. Τότε, οι κάτοικοι πιάνουν το χορό γύρω από την πυρά. Σε κάποια μέρη περιφέρονται γύρω από την πυρά και οι κωδωνοφόροι, άνδρες που κρεμούν κουδούνια και δίνουν στην όλη τελετή ένα χαρακτήρα αρχαιοελληνικού διονυσιακού δρώμενου. 
Το άρωμα των κέδρων και η όλη ατμόσφαιρα δημιουργούν πράγματι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Σε κάποια μέρη του Βοΐου, η κλαδαριά ανάβει τις Απόκριες και συγκεκριμένα, την Κυριακή της Τυρινής

Στην Φλώρινα, οι κάτοικοι υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας μεγάλες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα, που συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός. Φωτιές ανάβουν επίσης και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.

Κόλιντα Μπάμπο
Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπο» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπο» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν.

Το σπόρδισμα των φύλλων 
Στη Θάσο, έως σήμερα, οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής: Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ' αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Tο σπάσιμο του ροδιού 
  Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας -δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του- και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. 
Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: "με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά". Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος. 

Το κυνήγι τα Χριστούγεννα στα χωριά  Μάνης
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. 

Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
Κρήτη: 

Χριστόψωμο
  Το ζύμωμα του χριστόψωμου θεωρείται έργο θείο και είναι έθιμο καθαρά Χριστιανικό. Οι γυναίκες φτιάχνουν τη ζύμη με ιδιαίτερη ευλάβεια και υπομονή. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, και κατά τη διάρκεια του ζημώματος λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει." Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες απ’ τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι ή ένα αυγό, συμβολίζοντας τη γονιμότητα. 
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές.

ΘΡΑΚΗ
Τα Ρουγκάτσια 
Στο Πύθιο τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα  “κόλιαντα”  μια μέρα νωρίτερα από την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Τα αγοράκια, από νωρίς το πρωί, ξεχύνονταν στα σοκάκια του χωριού και φώναζαν:  Kόλιντα,μπάμπου τσικ,τσικ,τσικ….” Ανήμερα τα Χριστούγεννα τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν όλα τα σπίτια. Την κάθε ομάδα την αποτελούσαν τέσσερα άτομα. Στο δρόμο λέγανε τραγούδια του δρόμου και μέσα στο σπίτι το:«Σαράντα μέρις έχουμι Χριστό που καρτερούμε…» 
Τα Ρουγκάτσια, δηλαδή οι παρέες των παλικαριών, όταν έμπαιναν στο σπίτι κάθονταν, όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι, και τραγουδούσαν εναλλάξ δυο-δυο το παραπάνω τραγούδι. Κι αυτό για να “ξεκουράζουν” τη φωνή τους. Γιατί το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο, χωρίς ενδιάμεσα “ξεκουράσματα”, και  θα δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα. Εξάλλου έπρεπε να τραγουδήσουν σε πολλά σπίτια και μέχρι αργά το βράδυ της μέρας των Χριστουγέννων.  Όταν θα ’ρχονταν τα Ρουγκάτσια στο σπίτι έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν. Το’χανε σε κακό. Κάθονταν, τραγουδούσαν, έπαιρναν το κέρασμά τους, το φιλοδώρημά τους (χρήματα ) και φεύγανε για άλλο σπίτι.

ΝΗΣΙΑ
Η σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου 
  Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χρηστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν "πώς παλεύουν οι καιροί, και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί''.  Όποιος γεννηθεί όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα αλλά και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο. Πιο παλιά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν.

Οι κεφαλονίτικες κολόνιες 
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά βάζουν μια αγιοβασιλίτσα στην είσοδο του σπιτιού, για να φυλάει το σπίτιΤο μεσημέρι, οι Κεφαλονίτισσες μαγειρεύουν τηγανίτες. Το ίδιο βράδυ, οι κάτοικοι στο Αργοστόλι πηγαίνουν στην εκκλησία κρατώντας κολώνιες με τις οποίες ραντίζουν ο ένας τον άλλο. Στο γυρισμό, σπάνε στο κατώφλι ένα ρόδι και μετρούν τα σπόρια του. Κάθε σπόρος συμβολίζει και μια ευχή που θα πραγματοποιηθεί τη νέα χρονιά. 

Τα Αγιοβασιλιάτικα καραβάκια 
Στην πόλη της Χίου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Σύμφωνα με αυτό, οι ενορίες κατασκευάζουν πλοία, σε σμύκρινση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και ως προς την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, το πλήρωμα, του κάθε πλοίου τραγουδούν κάλαντα. 


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΗΛΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΥΣ ΧΟΡΟΥΣ

Το μαντήλι παίζει μεγάλο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων και στα διάφορα έθιμα της κάθε χώρας. Στην αρχαία Ελλάδα το λέγανε σουβάριον ή σωδάριον καθώς λέγεται, στην Δωρική γλώσσα. Ήταν ένα κομμάτι ύφασμα πού το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να σκουπίζουν τον ιδρώτα τού προσώπου τους. Οι Ρωμαίοι πού μιμούνταν τούς Έλληνες το χρησιμοποιούσαν επίσης για να σκουπίζουν τον ιδρώτα. Διέθεταν όμως και ειδικά μαντήλια για το στόμα και την μύτη καθώς και μεγαλύτερα μαντήλια για την προφύλαξη τού κεφαλιού. Αναφέρεται μάλιστα και περίπτωση όπου «ή αρπαγή τού μαντηλιού από της κεφαλής της κόρης υποχρεοί ταύτην να αρραβωνιασθεί τον αρπάσαντα». Σιγά σιγά διαδόθηκε η χρήσις τού μαντηλιού σ' ένα σωρό περιπτώσεις πού θα μάς ενδιέφερε να τις απαριθμήσουμε εδώ.

Το μαντήλι με έχει παιδέψει για πολλά χρόνια μπορώ να πω μάλιστα απ' την αρχή. Και αυτό γιατί συνεχώς μού έκαναν σχετικές ερωτήσεις οι θεατές, είτε στην Ελλάδα, στο θέατρό μας, είτε στο εξωτερικό, τους δημιουργούσε πάντα ένα ερωτηματικό. Αλλά τα ίδια ερωτηματικά δημιουργούσε και σε μένα. Βέβαια στον ελληνικό παραδοσιακό χορό, ο πρωτοχορευτής, πού κάνει πολλά τερτίπια και επίδειξη δεξιοτεχνίας, συνήθως βασίζεται στον δεύτερο χορευτή πού τον κρατά, και τον προσέχει ιδίως στα Τσάμικα, τα Καλαματιανά, αλλά και σε πολλούς άλλους χορούς. Κι ο πρωτοχορευτής δεν μπορεί να χορέψει με άνεση αν δεν έχει τον δικό του «βαστάζο» ας πούμε. Ιδίως στα ζεστά κλίματα Πού μπορεί εύκολα να σπάσει κανένα πόδι ή χέρι ή πλάτη κιόλας. Και ο ελληνικός χορός βασίζεται συνήθως στους άνδρες. Οι άνδρες κάνουν όλες τις δύσκολες φιγούρες, τα εντυπωσιακά πηδήματα, κι ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος, τη δικιά του διάθεση, τα δικά του τσακίσματα. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές και χαμηλοβλεπούσες. Γι' αυτό και οι γυναικείοι χοροί είναι συνήθως συρτοί. Μπορεί και το μαντήλι να το χρησιμοποίησαν με το πέρασμα τού χρόνου από σεμνότητα για να μην ακουμπάει το χέρι τού νέου στο χέρι της νέας, ή για να μην ακουμπάει το ιδρωμένο χέρι τού χορευτή στο χέρι τού διπλανού του και γλιστρήσει στον χορό του.


Το μαντήλι το βλέπουμε σε χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε ή εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως τού μαντηλιού; και με τόσους διαφορετικούς τρόπους;

Και ήρθε μιά μέρα πού είδα επιτέλους καθαρή την πιθανή - έστω μία πιθανή - εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ, και χάρη στα ανεκτίμητα γράμματα της μητέρας τού Αντρέα Σενιέ, - τού μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή πού λάτρευε την Ελλάδα - και τις διάφορες φωτοτυπίες πού μού παρεχώρησαν, για μιά μελέτη. Αλλά και χάρη στον φίλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, πού μού υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι - με εξαίρεση εκείνους πού έχουν πολεμική προέλευση, όπως ό Πυρρίχιος - μάς οδηγεί να πιστέψουμε στην ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση τού μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το θέμα μαντήλι μάς ενδιαφέρει πολύ.



Υπάρχει χορός στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης- αλλά και αλλού - πού σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, - Κιλκίς - Μακεδονίας). Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά-Μαρία», όπου ή πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως ή πρωτοχορεύτρια τής αρχαιότητας τα κρόταλα. Η φιγούρα αυτή, πολύ εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μιά αναπαράσταση χορού σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο πού η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι. Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μιά σημασία και μιά βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο πού σχεδόν είναι σαν ή πρώτη χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ' αυτό το χορό. Στην Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο τού γνήσιου χορού με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας, η έκφραση τού προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, ή εσωτερικότητα, μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο πού φορούν οι γυναίκες τού Ρουμλουκίου - μιά περιφέρεια από πενήντα χωριά πού συντελούν το Ρουμλούκι, - ήταν τόσο επιβλητική πού νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά για τα πέρατα τού κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο. Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννοπούλου, σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ' αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός και αργός - και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος - ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα! Τον λένε «Τι κλαις Κερά-Μαρία;. Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια τού τραγουδιού με το ύφος τού χορού. Πιστεύω ότι αυτό θα οφείλεται σε διαθέσεις τής στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος εντυπωσιάζεται με μιά κοπέλλα, ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και βάζει λόγια δικά του στη μουσική τού χορού.



Ο οραματισμός της κυρίας Σενιέ για τον πέπλο της Αριάνδης όχι μόνο, είναι βάσιμος κατά την γνώμη μου, αλλά και δίνει μιά εξήγηση τής υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως τού μαντηλιού στον παραδοσιακό μας χορό.

Ο Φ. Κουκουλές μάς λέει ότι ο πέπλος πού φορούσαν πάνω από το κεφάλι τους οι αρχαίες χορεύτριες εξελίχτηκε με τον καιρό σε μικρές «χειρίδες, στους βυζαντινούς χρόνους. Τα φορέματά τους ήταν μακριά και καμμιά φορά στολισμένα με χρυσά κεντήματα. Το γνώρισμα δε των χορευτών και χορευτριών ήταν ότι από τούς αγκώνες και κάτω έφεραν μακράς χειρίδας, αίτινες ηδύνατο να αναδιπλωθώσι προς τα επάνω, συνέχειαν ίσως τού υπέρ την κεφαλήν κυκλικώς ανεμιζομένου πέπλου».
Βέβαια ή ενδυμασία συντείνει πολύ στην ολοκλήρωση τής εικόνας ενός χορού: στην περιφέρεια τού Ρουμλουκίου, οι ενδυμασίες και ιδίως ο κεφαλόδεσμος είναι συνταρακτικοί. Ο κεφαλόδεσμος πολύπλοκος στην κατασκευή του και αβάστακτος στο κεφάλι τής χορεύτριας είναι καμωμένος από διάφορα κομμάτια - ανάμεσά τους και ένα ξύλινο αυγό! - κρόσια, κεντήματα, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων και πολλά ασημένια κοσμήματα έτσι πού το σύνολο αυτό δίνει την εικόνα περικεφαλαίας αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.



Η δεύτερη ανακάλυψη για το μαντήλι, μού ήρθε εντελώς ξαφνικά από έναν ηλικιωμένο χορευτή πού έφερα από το Σοχό της Μακεδονίας και μού άνοιξε καινούργιους και απρόβλεπτους ορίζοντες. Υπάρχει ένας χορός πού λέγεται «Σιγανός», και χορεύεται από άντρες συνήθως, πού κάνουν ό καθένας κατά το κέφι του ορισμένα «τερτίπια». Είναι όμως δύσκολος χορός γιατί είναι πολύ αργός και πρέπει ό χορευτής να έχει έλεγχο γερό στα αργά βήματα και τις αργές στροφές πού κάνει επίσης και στο πώς μεταχειρίζεται το μαντήλι πού βαστάει στο δεξί του χέρι. Εκοίταξα για ώρες την πρόβα αυτού τού χορού με τον χορευτή πού είχα επισημάνει... τόσο καταπληκτικός ήταν, ώστε δεν χόρταινα να κοιτάζω, αλλά και να προβληματίζομαι στο τι ακριβώς κάνει και τι μού θυμίζουν αυτά πού έκανε σαν βηματισμούς όσο και σαν περίεργους σχηματισμούς με το μαντήλι. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια κίνηση, τέτοια άνεση να στέκει με το ένα μόνο πόδι και το άλλο το - αριστερό - τυλιγμένα γύρω από το δεξί, με τέτοια μαστοριά, θα ‘λεγε κανείς ότι γεννήθηκε με το ένα πόδι διπλοτυλιγμένο στο άλλο. Αδύνατος, ψηλός όλο του το σώμα ένα νεύρο με αυτή την απίθανη ισορροπία και ρυθμό πού ήταν σαν να άρχιζε η κίνησή του από τη στιγμή πού άρχιζε να ρίχνει την ανάσα του στο Ζουρνά ο οργανοπαίκτης! Με ένα μαντήλι στο χέρι συνόδευε, θα ‘λεγα τη μουσική φράση πού χόρευαν τα πόδια του αλλά και το κορμί του όλο, και σε κάθε μουσική φράση, σε κάθε αλλαγή της μουσικής φράσης, το μαντήλι έπαιρνε ενεργό μέρος σαν να ‘τανε μουσικό όργανο κι αυτό. Όταν ό χορευτής στεκότανε έξαφνα με το ένα πόδι και το άλλο διπλωμένο στο όρθιο πόδι, πάνω σε μουσική φράση τού ζουρνά, πού έκανε σαν «αραβουργήματα» μουσικά, ακολουθούσε με το μαντήλι αυτά τα μουσικά ανεβοκατεβάσματα, σαν το μαντήλι να «ήταν μουσικό όργανο κι αυτό, ή κανένα τραγούδημα πουλιού, ή σαν να ζωγράφιζε στον αέρα φανταστικά τραγούδια, με το νταούλι πού κρατούσε το ρυθμό και έδινε το «γιόμισμά» του στη μελωδία τής κινήσεως τού μαντηλιού». Το μαντήλι ήταν ένα με το χέρι του, σαν προέκταση τού χεριού του. Σε όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος και ολόϊσιος σαν λαμπάδα! Μετά ακολουθώντας τη μουσική και το κτύπημα τού νταουλιού, ξεκινούσε, σαν κυνηγός πού ψάχνει το θήραμα, με το κεφάλι σε κίνηση και τα πόδια αργά-αργά, σαν να ψάχνει προσεκτικά, μην το ακούσει - το υποτιθέμενο ζώο - πού ψάχνει να βρει, ή τυχόν ο άνθρωπος... Γιατί μπορεί και να ψάχνει άνθρωπο, αφού δεν ξέρουμε, τουλάχιστον εγώ δεν βρήκα την απάντηση σ' αυτό το ψάξιμο. Φυσικά κύριο θέμα για μένα ήταν το μαντήλι.



Και από κει πια θυμήθηκα και το μαντήλι, όπως το κρατούνε και το σείουν οι γυναίκες της Γουμένιτσας-Κιλκίς (Μακεδονία), σ' ένα χορό πού χορεύεται μόνο από γυναίκες, και πού σού φέρνει αμέσως στη σκέψη την επίκληση για τη βροχή. Ανεβάζουν το χέρι, σείοντας το μαντήλι τρεμουλιαστά, προς τον ουρανό, στέκουν για λίγο, και φωνάζουν «Ιη-η-η» και το κατεβάζουν αργά-αργά σείοντάς το και πάλι στη γη. Αυτό γίνεται τρεις φορές. Σαφώς δε σού θυμίζει επίκληση. Και είναι σαν να κάνουν επίκληση στο Θεό για να στείλει τη βροχή για τη βλάστηση της γης. Στην ιεροτελεστία της Ελευσίνας αναφέρει ο Καθηγητής Αρχαιολόγος-Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ε. Μυλωνάς στο βιβλίο του «Ελευσίς και τα Ελευσίνια Μυστήρια», ατένιζαν προς τον ουρανό και φώναζαν δυνατά «βροχή», κατόπιν κοίταξαν κάτω στη γη και φώναζαν «σύλληψη». Είναι δε αξιοπερίεργο ότι γύρω-γύρω στο χείλος ενός πηγαδιού κοντά στην πύλη τού Διπύλου των Αθηνών ήταν χαραγμένη μιά επιγραφή πού λέει τα παρακάτω: «Ω Πάν, ώ Μην έχετε καλή διάθεση, ωραίες Νύμφες, βροχή, ξεχείλισμα». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη πάνω σ' ένα κεραμίδι πού περικύκλωνε το άνοιγμα τού πηγαδιού. (Προσπάθησα να βρω τα κομμάτια τού κεραμιδιού, πού είχαν κατατεθεί στο Μουσείο Επιγραφών). Δυστυχώς όμως χάθηκαν μετά τον πόλεμο τού 1940-44. Το επιφώνημα πάλι θυμίζει το αρχαίο επιφώνημα «Ιη Παιάν»:.... «Μέσα από την ιστορία η χαρακτηριστική επωδός «Ιηη παιάν» φαίνεται να μην έχει παραγκωνισθεί...» γράφει η Λίλιαν Λόουερ αυθεντία στους αρχαίους χορούς και τις ομοιότητες με αυτούς πού υπάρχουν, στην Ελλάδα. Μετά το επιφώνημα αυτό πιάνονταν από την ζώνη ή μιά της άλλης - χορός «ζωναράδικος» - και ξανασταματούν πάλι για την επίκληση πού επαναλαμβάνεται, όπως είπαμε, τρεις φορές.



Στη Γουμένιτσα υπάρχει και ένας παραδοσιακός χορός μικτός - δηλαδή άντρες και γυναίκες - πού, καθώς μού είπαν οι χορευτές πού προέρχονται από την περιφέρεια αυτή, χορεύεται όταν ό γαμπρός ξυρίζεται πριν να πάει στην εκκλησία για να παντρευτεί. Το μαντήλι το μεταχειρίζονται κατά πολλούς τρόπους οι χορευτές σ' αυτόν το χορό: α) Το βαστούν όρθιο σε τριγωνικό σχήμα κρατώντας το από τις μύτες, τεντωμένο μετά β) το φέρνουν οριζόντια και γ) σε ορισμένη μουσική φράση, το στρίβουν και το ξεστρίβουν σαν σκοινί, συνέχεια, ανάλογα με τον μουσικό ρυθμό και με το χορευτικό βήμα σαν το μαντήλι να είχε ζωή και ακολουθούσε τη μουσική.

Στη Νάουσα πάλι, στον αποκριάτικο χορό «Μπούλες», ιδίως, έχουν ένα παράξενο δέσιμο μαντηλιού στο δεξί τους χέρι πού κινείται και δίνει τον τόνο, την έκφραση στην όλη κίνηση τού χορευτή: το δένουν στον καρπό έτσι πού να εξέχει από τη μέσα πλευρά τού χεριού και έτσι όπως το κρατούνε, κάνει σαν προέκτασή του. Δεν μπόρεσα να καταλάβω την έννοια τού δεσίματος αυτού. Συνήθως το έχει έτσι δεμένο ο πρωτοχορευτής και το κινεί ανάλογα με τη μουσική φράση, επιδεικτικά... θεωρείται απαραίτητο και δεν είναι παραδεκτό από τούς χορευτές να μην το δέσουν έτσι. Το χέρι με το μαντήλι υψώνεται συνέχεια. Μπορεί ίσως να υπονοεί μιά κάποια σημαία, πού δεν τολμούσαν, φυσικά, να την κρατήσουν στα χέρια επιδεικτικά, επί Τουρκοκρατίας;



Καμμιά φορά το μαντήλι το ανεμίζουν - σε πολλούς αν όχι σε όλους τούς χορούς - με το χέρι ακολουθώντας τη μουσική φράση, μιά δεξιά και μιά αριστερά, σαν μιά προέκταση τής κινήσεως, και αν δεν υπήρχε το μαντήλι, ή κίνηση τού χεριού ενδεχομένως θα ήταν ξερή κίνηση αναπόφευκτα ανέκφραστη. Υπάρχουν κινήσεις χωρίς μαντήλι, αλλά ή κίνηση τους αυτή ξεκινά από τον ώμο, και τότε το χέρι από τον καρπό κι ύστερα υποκαθιστά το μαντήλι σε έκφραση, αλλά περιορισμένου τύπου. Αυτό το πρόσεξα σε μιά κοπέλλα Σαρακατσάνισσα πού χόρευε πρώτη στον Τσάμικο - την Τσαούση από τις Σέρρες (Μακεδονία) - και μού έκανε κατάπληξη όταν συνειδητοποίησα αυτά πού γράφω πάρα πάνω. Δέχτηκα για πρώτη φορά, ότι υπάρχει τρόπος - εξαρτάται φυσικά από τον χορευτή ή την χορεύτρια - να επεκτείνεις την κίνηση τού μπράτσου έτσι ώστε το χέρι να αντικαθιστά το μαντήλι. Αλλά αυτό μού φαίνεται καθαρά προσωπικό ταλέντο.



Στους χορούς τού Δρυμού-Μακεδονίας, έχουν διαφορετικούς τρόπους οι γυναίκες να μεταχειρίζονται το μαντήλι. Πάντα με τη μουσική, σαν να είναι όργανο μουσικό και συμπληρωματικά το μαντήλι. Έξαφνα, σε σχέδιο τριγώνου το κρατούν με το ένα χέρι από τη μιά γωνία τού τριγώνου και με το άλλο χέρι από την άλλη πλευρά, και το πάνε πίσω από το κεφάλι, τραβώντας το μιά δεξιά και μιά αριστερά, ή πάλι το κρατούν ακίνητο - ανάλογα με την μουσική φράση τού χορού. Γιατί σε άλλο χορό της ίδιας περιφέρειας, το κρατούν από την μιά μύτη με το χέρι, και ακολουθώντας πάντα τη μουσική και τα βήματα το ανεμίζουν μιά δεξιά και μιά ανάποδα - δηλαδή μιά προς τα έξω και μιά προς τα μέσα, με το μπράτσο σε σχήμα γωνίας.

Στην Κέρκυρα, στο «χορό της νύφης» πού μάς έδειξαν οι χορεύτριες της κ. Λ. Αργυρού, ό νέος παίρνει το μαντήλι από τη νέα χορεύοντας όπως ο χορός αυτός αναπαριστά ένα τοπικό έθιμο. Τα μαντήλια έχουν ειδικό κόκκινο χρώμα και σχέδια κίτρινα και είναι πολύ μεγάλα. Ο νέος - χορευτής - παίρνει ένα-ένα τα μαντήλια πού τού δίνουν οι κοπέλλες, κάνοντας διάφορες χαιρετούρες χορεύοντας, για να τις ευχαριστήσει για το μαντήλι. Σε άλλο χορό Κερκυραϊκό πού τραγουδιέται από τούς χορευτές - αφορά ένα Γιαννάκη πού τον σκότωναν και τον κλαίνε τα κορίτσια - το μαντήλι παίζει πάλι ρόλο βοηθώντας τις κοπέλλες να λικνίζονται συνάμα με τη μουσική και να μεταχειρίζονται το μαντήλι σε τριγωνικό σχήμα με το ρυθμό τού σώματος πού ακολουθεί ναζιάρικα τη μουσική. Η ενδυμασία αυτή, γιατί η Κέρκυρα έχει και άλλες πολλές ενδυμασίες, είναι από την περιφέρεια Λευκίμης όπου υπάγονται 22 περίπου χωριά και βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο τής Κέρκυρας. Τη φορούσαν σε κάθε γιορτή και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Ήταν η ενδυμασία τού γάμου πού φορούσε ή νιόπαντρη για ένα χρόνο και μετά δεν την ξανάβαζε. Η φορεσιά βοηθάει πολύ στο λίκνισμα τού κορμιού και είναι πολύ ωραία, αλλά πολύ επηρεασμένη φυσικά από τη Δυτική Ευρώπη.
Σ' έναν Θρακιώτικο χορό πού τον ονομάζουν «Μαντηλάτο», οι χορευτές - άνδρες και γυναίκες - κρατούν ό καθένας από ένα μαντήλι με τα δυό τους χέρια από τις δύο άκρες σε τρίγωνο σχήμα. Το κρατούν στο ύψος των ματιών τους και το κουνάνε ρυθμικά, σύμφωνα με τη ρυθμική αλλαγή τού μέτρου - και τού ποδιού συνεπώς. Το σείουν τεντωμένο μιά δεξιά και μιά αριστερά. Θα ‘λεγε κανείς ότι σκεπάζουν και ξεσκεπάζουν το πρόσωπό τους, είτε από κοκεταρία, είτε από παιγνίδισμα.



Οι Ελληνίδες της Κύπρου μεταχειρίζονται το μαντήλι άνετα και σε διάφορα σχήματα: σε ένα χορό π.χ. βαστούν το μαντήλι από τις δύο άκρες σε σχήμα τριγώνου και μιά το αντικρίζουν ή μιά κοπέλλα με την άλλη σε σχήμα όρθιο και μιά το μεταχειρίζονται σε σχήμα σταυρού. Την έννοια αυτού τού σχήματος δεν την ξέρω αλλά και κανείς δεν βρέθηκε να μάς την εξηγήσει με μιά κάποια υπευθυνότητα.

Σ' ένα χορό των Μεγάρων, τον ζεϊμπέκικο πού τον χορεύουν γυναίκες αντικριστά, μεταχειρίζονται σ' όλη τη διάρκεια τού χορού, το μαντήλι, μάλιστα μεγάλο μαντήλι, με το οποίο «συνοδεύουν» - θα μπορούσε κανείς να πει - τις στροφές και τον μουσικό τονισμό. Επίσης και στο Καγκελλευτό, χορό μικτό, μεταχειρίζονται συνέχεια το μαντήλι, το οποίο στριφογυρίζουν μιά ψηλά μιά χαμηλά. Τουλάχιστον έτσι μάς τον έδειξαν κάτοικοι τού Μενιδίου και οργανοπαίκτες, πού μάλλον δεν λαθεύονται συνηθισμένοι όπως είναι από τα πανηγύρια.
Πιο σημαντική είναι ή χρήση τού μαντηλιού των Ελληνίδων από τα Φάρασσα της Καππαδοκίας Μ. Ασίας: δύο μεγάλα μαντήλια, κάθε χορεύτρια κρατά ένα στο κάθε χέρι, και ανάλογα με το μουσικό ρυθμό τα κινεί: Μιά πηγαίνει το χέρι, από τον ώμο και κάτω προς τα δεξιά και μιά πηγαίνει προς τ' αριστερά, πάντα με τη μουσική φράση και με το ρυθμό. Φορές-φορές τα τυλίγουν και τα ξετυλίγουν κρατώντας τα πάντα από τη μιά άκρη - όπως τυλίγει κανείς και ξετυλίγει ένα κουβάρι.
Στα Κύθηρα, σ' ένα χορό πού λέγεται Κομπιάνικος και καθώς λένε οι κάτοικοι είναι χορός τού «Θησέα» παίζει πάλι μεγάλο ρόλο το μαντήλι. Το κρατά ή πρώτη χορεύτρια σε ορισμένη φάση τού χορού και κάποτε παίρνει και το δεύτερο μαντήλι πού μέχρι μιά ορισμένη μουσική φράση ό βαστούσε μιά άλλη χορεύτρια, σχηματίζοντας έτσι δυό σειρές. {Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές}. Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές παράλληλες, τότε ή πρωτοχορεύτρια παίρνει και τα δύο μαντήλια, ένα στο κάθε της χέρι και οδηγεί τις άλλες, υποτίθεται, για να βγουν από τον Λαβύρινθο. Μερικοί λένε ότι ό χορός αυτός χορεύεται μόνο από γυναίκες, άλλοι πάλι λένε ότι χορεύεται από γυναίκες αλλ' επικεφαλής είναι πάντα ένας άνδρας.



Στη Ζάκυνθο έχουν επίσης έναν «Αρχαίο Χορό», όπως τον ονομάζουν επάνω σε ένα βουνό. Δύσκολη η συγκοινωνία, επομένως ευκολότερα να μην ξεχαστούν οι παλιοί χοροί τους. Και εκεί βρήκαμε χωρίς να το περιμένουμε, το χορό Λαβύρινθο όπου υπάρχουν δύο σειρές χορευτών, μιά σειρά γυναίκες και πίσω μιά σειρά άνδρες και ο πρωτοχορευτής σε δεδομένη στιγμή εκεί πού βαστάει τις δύο σειρές των χορευτών με τα δυό χέρια, από τα μαντήλια πού βαστούν, πιάνει πια και τις δύο με το ένα χέρι και περνά ανάμεσα στους χορευτές, έτσι πού να σχηματίζεται αμέσως ή αίσθηση ότι περνούν όλοι, οδηγούμενοι από έναν άνδρα - τον Θησέα - μέσα από τον Λαβύρινθο και βγαίνουν στην ύπαιθρο πια ελεύθεροι. Ο «Αρχαίος Συρτός» όπως τον λένε, χορεύεται και τραγουδιέται χωρίς μουσικά όργανα, στο ορεινό χωριό Άγιος Λέων Ζακύνθου.

Η απόκρια στη Σκύρο φαίνεται ότι είναι πολύ Διονυσιακή, και τα έθιμα έχουν κρατηθεί με πολύ σεβασμό και αγάπη. Στο έθιμο της Απόκριας, με τούς μασκαρεμένους με τα πάμπολλα κουδούνια στη μέση τους, τούς οποίους παρακολουθούν άνδρες ντυμένοι γυναικεία με ένα μαντήλι στο χέρι ό καθένας, γίνεται μεγάλη φασαρία. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη γίνεται με τις υποτιθέμενες γυναίκες πού στριφογυρίζουν σαν «μυίγες» γύρω από τούς γέρους κουνώντας επίμονα το μαντήλι γύρω στο κεφάλι τους.

Θα αναφέρω και απόσπασμα βιβλίου ενός Κρητικού πού μιλά για τη σημασία τού μαντηλιού στο χωριό του: «Απόψε ακόμη στο γάμο ό κόσμος είναι περισσότερος και το γλέντι βράζει ούλη τη νύχτα. Χωρίς στ' άλλους χορούς πού χορεύουν, θα χορέψουν και τη ντάμα μιά δυό φορές. Η ντάμα είναι χορός σερτός κι ετούτος, μα εκείνο πού αλλάζει είναι ότι: Δένουμε δυό τρία μαντηλάκια σταυρωτά, πού ό κόμπος τους είναι στη μέση και γύρου γύρου οι άκρες. Τη κάθα άκρη βαστά μιά γυναίκα με τη ζερβή τζη χέρα και στη δεξιά άλλο ένα μαντηλάκι. Ετούτο το άλλο μαντηλάκι πιάνει ένας άντρας, ή λύρα παίζει και ούλοι μαζί χορεύουν. Ο λυρατζής γ' ή ένας άλλος κάνει τον διαιτητή και φωνάζει αριθμούς. Έναααα! Τσ' αφήνει να χορέψουν ένα δυό κύκλους και φωνιάζει, δύοοοο! Στο τρία ό κάθε άντρας πού χορεύει αφήνει το μαντηλάκι τσή ντάμας του και πρέπει να προλάβει ν' αρπάξει το μαντηλάκι τσή άλλης ντάμας πού χορεύει απ' ομπρός του, γ' ή όποιας μπορέσει. Πρέπει να είναι σβέλτος και πιτήδειος, γιατί παραμονεύουνε κι άλλοι απ' όξω απού το χορό κι όποιος μπροκάμει».



Συνηθίζονται επίσης πολύ συχνά τα μαντήλια σαν διακοσμητικά τού αντρικού ντυσίματος σε γιορτές και πανηγύρια. Μεγάλα μαντήλια με κρόσια πολλά πάλι σε σχήμα τριγώνου, φορούν οι άντρες κάτω από τα σελάχια, πού φοριούνται με τις αστικές φουστανέλλες και τα γιορτινά. Ή πάλι, τα φορούνε γύρω από το λαιμό, ιδίως σε ορισμένα νησιά. Τα μαντήλια αυτά είναι μεγάλα, μεταξωτά, με κρόσια γύρω-γύρω, και πολύχρωμα.






Πηγή: Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, Δώρα Ν. Στράτου

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Παραδοσιακές φορεσιές της Ευβοίας



Φορεσιά Εύβοιας.
 Ο νομός της Εύβοιας με την ομώνυμη μεγαλόνησο και τις 
βόρειες Σποράδες παρουσιάζει μιαν πλούσια υποδειγματική εικόνα από 
ποικίλα και ιδιόρρυθμα δημιουργήματα της ελληνικής λαϊκής τέχνης με 
πολύμορφες τοπικές διαφορές και διακοσμητικές αντιλήψεις. Θησαυροί 
ανεκτίμητοι και πολύτιμοι για τη μελέτη της λαϊκής τέχνης που βρίσκονταν και 
στο παραμικρότερο χωριό της Εύβοιας, σβήσανε οι περισσόττεροι ή χαθήκανε 
σήμερα εντελώς.
Καθημερινή αντρική φορεσιά από τα ψαχνά. 

Η Εύβοια δεν υστερούσε σε πολύμορφες και πλούσιες εκδηλώσεις λαϊκής 
δημιουργίας, εξαρτημένες από τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τις 
κλιματολογικές, τις βιοτικές συνθήκες, την ιστορική καταγωγή των κατοίκων 
της.
Κυριακάτικη φορεσιά από τα ψαχνά
Πάνω στις προϋποθέσεις αυτές βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται η οικιακή 

χειροτεχνία σε εργαστηριακή τέχνη και να ακμάζουν τα προϊόντα της σε 
πολλές πόλεις και χωριά της Εύβοιας. Π.χ. στη Χαλκίδα τα αγγειοπλαστικά 
είδη και τα σταμπωτά υφάσματα για τα τσεμπέρια. Στην Κύμη πουλιούνται 
μεταξωτά υφάσματα και οι εξαίρετες λεπτοΰφαντες άσπρες μεταξωτές μπόλιες 
σ’ όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις της Αττικοβοιωτίας για τους πλούσιους 
κεφαλόδεσμους των γυναικών.
Γενικά η ανάπτυξη της χειροτεχνίας και της οικιακής τέχνης, καθώς και η 
εξέλιξή της στην κάθε κωμόπολη και στο κάθε χωριό της Εύβοιας εξαρτιέται 
όχι μόνο απ’ το πρόσφορο υλικό της κάθε περιοχής, αλλά και από τις 
ιστορικές περιπέτειες των κατοίκων και απ’ τη θέλησή τους να παραμείνουν στα 
πατροπαράδοτα. Επίσης από τις επιδράσεις τις διασταυρώσεις, τις επαφές τους 
με τον έξω κόσμο, όπως και από την κοινωνική, οικονομική, επαγγελματική 
και χειροτεχνική επίδοσή τους.
Εξηγείται λοιπόν καθαρά το πώς στην ίδια μεγαλόνησο έχουμε πολλούς 
τύπους από φορεσιές που διαφέρουν βασικά αναμεταξύ τους. Η φορεσιά π.χ. 
της επαρχίας Ιστιαίας, η λεγόμενη της Αιδηψού μοιάζει με τη φορεσιά της 
Αγίας Άννας, γιατί ο πληθυσμός και των δυο φαίνεται να έχει κτηνοτροφική 
αφετηρία.
Γυναικεία φορεσιά από την Αιδηψό 
Διαφέρουν ωστόσο αναμεταξύ τους στα υφαντά, κεντήματα, 

κεφαλόδεσμο, γιατί διάφορες άλλες προϋποθέσεις τις έχουν διαμορφώσει. Και 
οι δυο αυτές φορεσιές διαφέρουν απ’ τη φορεσιά της Στενής και των γύρω 
χωριών της, που ο πληθυσμός τους είναι καθαρά γεωργικός.
Γυναικεία φορεσιά από το χωριό καθενούς 
Ανάγονται όμως 

και οι τρεις στις φορεσιές με το σιγκούνι και δεν έχουν καμιά απολύτως 
ομοιότητα με τη φορεσιά της Κύμης,
Γυνεκεία φορεσία απο την Κύμη 
που αποδείχνει πληθυσμό βιοτεχνικό, 

εμπορικό και ναυτιλιακό και μοιάζει περισσότερο με την καθημερινή φορεσιά 
της Σκύρου.